σύγχρους: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. | |btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύγχροος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>]. | |mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύγχροος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].