συκῆ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(39)
(39)
Line 10: Line 10:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συκῆς, ἡ ([[contracted]] from συκεα), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] תְּאֵנָה, a [[fig]]-[[tree]]: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)  
|txtha=συκῆς, ἡ ([[contracted]] from συκεα), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] תְּאֵנָה, a [[fig]]-[[tree]]: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)  
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του [[συκέα]]) <b>βλ.</b> [[συκιά]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.

English (Strong)

from σῦκον; a fig-tree: fig tree.

English (Thayer)

συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.