σύμμιξη: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και [[σύμμειξη]], η / [[σύμμιξις]] και [[σύμμειξις]], -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[ανάμιξη]], [[μίξη]], [[ανακάτωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανάμιξη]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάφεια]], [[σχέση]] («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι [[σύμμιξις]] πρὸς θεὸν οὐδὲ [[ὁμιλία]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]] («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ συμμίξεως» — με [[ανάμιξη]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σύμμειξη]], η / [[σύμμιξις]] και [[σύμμειξις]], -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[ανάμιξη]], [[μίξη]], [[ανακάτωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανάμιξη]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάφεια]], [[σχέση]] («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι [[σύμμιξις]] πρὸς θεὸν οὐδὲ [[ὁμιλία]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]] («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ συμμίξεως» — με [[ανάμιξη]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=και [[σύμμειξη]], η / [[σύμμιξις]] και [[σύμμειξις]], -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω]]<br />[[ανάμιξη]], [[μίξη]], [[ανακάτωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανάμιξη]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάφεια]], [[σχέση]] («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι [[σύμμιξις]] πρὸς θεὸν οὐδὲ [[ὁμιλία]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]] («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ συμμίξεως» — με [[ανάμιξη]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ(ε)ιγνύω]]
ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα
νεοελλ.
1. συνένωση
2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους
αρχ.
1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι σύμμιξις πρὸς θεὸν οὐδὲ ὁμιλία σώματος», Πλούτ.)
2. σαρκική επαφή, συνουσία («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἐκ συμμίξεως» — με ανάμιξη (Αριστοτ.).

Greek Monolingual

και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ(ε)ιγνύω]]
ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα
νεοελλ.
1. συνένωση
2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους
αρχ.
1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι σύμμιξις πρὸς θεὸν οὐδὲ ὁμιλία σώματος», Πλούτ.)
2. σαρκική επαφή, συνουσία («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἐκ συμμίξεως» — με ανάμιξη (Αριστοτ.).