Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπράκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[συμπράσσω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[συμπράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπράκτωρ Medium diacritics: συμπράκτωρ Low diacritics: συμπράκτωρ Capitals: ΣΥΜΠΡΑΚΤΩΡ
Transliteration A: sympráktōr Transliteration B: sympraktōr Transliteration C: sympraktor Beta Code: sumpra/ktwr

English (LSJ)

Ion. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ,

   A helper, assistant, Hdt.6.125, cf. X.Cyr.3.2.29: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, S.OT 116; συμπράκτορες τῆς αἰτίας involved as accomplices in the charge, Antipho 3.4.6.

German (Pape)

[Seite 989] ορος, ὁ, ion. συμπρήκτωρ, Helfer; ὁδοῦ, Soph. O. R. 116, Gefährte; Her. 6, 125; Xen. Cyr. 3, 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συμπράκτωρ: Ἰων. -πρήκτωρ, ορος, ὁ, ὁ συμπράττων, βοηθός, συνεργός, Ἡρόδ. 6. 125· σ. γενέσθαι τινὶ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 29· μετὰ γεν. πράγμ., σ. ὁδοῦ, συνοδοιπόρος, Σοφ. Ο. Τ. 116· συμπράκτορες τῆς αἰτίας, περιλαμβανόμενοι ὡς συνεργοὶ εἰς τὴν κατηγορίαν, Ἀντιφῶν 124. 33.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.
Étymologie: συμπράσσω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Greek Monolingual

και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].