συνακτός: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42. | |lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.
Greek (Liddell-Scott)
συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.