συναπομαραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπομᾰραίνομαι''': Παθ., μαραίνομαι καὶ [[ἐκλείπω]] [[ὁμοῦ]], «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος [[ἀνάγκη]] καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.
|lstext='''συναπομᾰραίνομαι''': Παθ., μαραίνομαι καὶ [[ἐκλείπω]] [[ὁμοῦ]], «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος [[ἀνάγκη]] καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀπομαραίνομαι]]<br />μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν<br />β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀπομαραίνομαι]]<br />μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν<br />β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἀπομαραίνομαι]]<br />μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν<br />β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπομᾰραίνομαι Medium diacritics: συναπομαραίνομαι Low diacritics: συναπομαραίνομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΜΑΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synapomaraínomai Transliteration B: synapomarainomai Transliteration C: synapomarainomai Beta Code: sunapomarai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A fade away and die together, X.Smp.8.14; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.

Greek (Liddell-Scott)

συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι καὶ ἐκλείπω ὁμοῦ, «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.

Greek Monolingual

Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).

Greek Monolingual

Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).