συνδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sundei/knumi
|Beta Code=sundei/knumi
|Definition=in Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">demonstrate also</b>, τῷ λόγῳ τῷδε περὶ τῆς κράσεως Gal.15.651; <b class="b3">ὁδὸς ἡ συνδειχθεῖσα</b> the road <b class="b2">which has been pointed out jointly</b>, <span class="title">OGI</span>225.42 (Didyma, iii B.C.).</span>
|Definition=in Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">demonstrate also</b>, τῷ λόγῳ τῷδε περὶ τῆς κράσεως Gal.15.651; <b class="b3">ὁδὸς ἡ συνδειχθεῖσα</b> the road <b class="b2">which has been pointed out jointly</b>, <span class="title">OGI</span>225.42 (Didyma, iii B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=Α [[δείκνυμι]]<br />([[κυρίως]] μέσ.) <i>συνδείκνυμαι</i><br />α) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]]<br />β) [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[δείκνυμι]]<br />([[κυρίως]] μέσ.) <i>συνδείκνυμαι</i><br />α) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]]<br />β) [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]].
|mltxt=Α [[δείκνυμι]]<br />([[κυρίως]] μέσ.) <i>συνδείκνυμαι</i><br />α) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]]<br />β) [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] [[ακόμα]].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδείκνυμι Medium diacritics: συνδείκνυμι Low diacritics: συνδείκνυμι Capitals: ΣΥΝΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: syndeíknymi Transliteration B: syndeiknymi Transliteration C: syndeiknymi Beta Code: sundei/knumi

English (LSJ)

in Med.,

   A demonstrate also, τῷ λόγῳ τῷδε περὶ τῆς κράσεως Gal.15.651; ὁδὸς ἡ συνδειχθεῖσα the road which has been pointed out jointly, OGI225.42 (Didyma, iii B.C.).

Greek Monolingual

Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.

Greek Monolingual

Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.