φωνοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_17) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνοβόλος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, [[μετὰ]] γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. [[σαλπιγκτής]]. | |lstext='''φωνοβόλος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, [[μετὰ]] γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. [[σαλπιγκτής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εκπέμπει [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[βόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A causing to sound, c. gen., σάλπιγγος Hsch. s.v. σαλπιγκτής.
Greek (Liddell-Scott)
φωνοβόλος: -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, μετὰ γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. σαλπιγκτής.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκπέμπει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.