φωνοβόλος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
φωνοβόλον, causing to sound, c. gen., σάλπιγγος Hsch. s.v. σαλπιγκτής.
Greek (Liddell-Scott)
φωνοβόλος: -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, μετὰ γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. σαλπιγκτής.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκπέμπει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.