φωνοβόλος

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνοβόλος Medium diacritics: φωνοβόλος Low diacritics: φωνοβόλος Capitals: ΦΩΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: phōnobólos Transliteration B: phōnobolos Transliteration C: fonovolos Beta Code: fwnobo/los

English (LSJ)

φωνοβόλον, causing to sound, c. gen., σάλπιγγος Hsch. s.v. σαλπιγκτής.

Greek (Liddell-Scott)

φωνοβόλος: -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, μετὰ γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. σαλπιγκτής.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκπέμπει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.