τετράπτυχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράπτῠχος''': -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους [[ἔνθα]]: «[[σάκος]] τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον». | |lstext='''τετράπτῠχος''': -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους [[ἔνθα]]: «[[σάκος]] τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπτυχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πτυχές, ο διπλωμένος στα [[τέσσερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>πτυχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.
German (Pape)
[Seite 1099] vierfältig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῠχος: -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους ἔνθα: «σάκος τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον».
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράπτυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί-πτυχος].