φυσιογνωμονία: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠσιογνωμονία''': ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ κρίνειν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν [[αὐτοῦ]] γνωρισμάτων, ὁπόσοι τὴν ἰατρικὴν ἀσκέοντες φυσιογνωμονίης ἀμοιρέουσι Ἱπποκρ. παρὰ Γαλην. τ. 19, σ. 530, 5, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2· ― [[ἡμαρτημένως]] δὲ φέρεται φυσιογνωμία ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 764. | |lstext='''φῠσιογνωμονία''': ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ κρίνειν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν [[αὐτοῦ]] γνωρισμάτων, ὁπόσοι τὴν ἰατρικὴν ἀσκέοντες φυσιογνωμονίης ἀμοιρέουσι Ἱπποκρ. παρὰ Γαλην. τ. 19, σ. 530, 5, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2· ― [[ἡμαρτημένως]] δὲ φέρεται φυσιογνωμία ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 764. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[φυσιογνωμονῶ]]<br />η [[ικανότητα]] ή η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] έναν άνθρωπο από τη [[φυσική]] του [[κατασκευή]] και, [[κυρίως]], βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A the science or art of judging a man by his features, physiognomy, Hp.Epid.2.5 tit., Arist.Phgn.806a19.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, die Wissenschaft, einen Menschen nach seiner Natur oder Bildung, bes. seinen Gesichtszügen zu beurtheilen, Arist. physiogn. 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιογνωμονία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κρίνειν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν αὐτοῦ γνωρισμάτων, ὁπόσοι τὴν ἰατρικὴν ἀσκέοντες φυσιογνωμονίης ἀμοιρέουσι Ἱπποκρ. παρὰ Γαλην. τ. 19, σ. 530, 5, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2· ― ἡμαρτημένως δὲ φέρεται φυσιογνωμία ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 764.
Greek Monolingual
η, ΝΑ φυσιογνωμονῶ
η ικανότητα ή η τέχνη του να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο από τη φυσική του κατασκευή και, κυρίως, βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων.