τεκμαρτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκμαρτικός''': -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, [[στοχαστικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 152. | |lstext='''τεκμαρτικός''': -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, [[στοχαστικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 152. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεκμαρτός]]<br />[[ικανός]] στη [[συναγωγή]] συμπερασμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.
Greek (Liddell-Scott)
τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.