φιλόνομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_17)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόνομος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς νόμους, Παχυμέρ. Μελέτη 7, σ. 129, 20, καὶ Μελέτ. 12, σ. 243 Boiss.
|lstext='''φῐλόνομος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς νόμους, Παχυμέρ. Μελέτη 7, σ. 129, 20, καὶ Μελέτ. 12, σ. 243 Boiss.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόνομος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που υπακούει [[πρόθυμα]] στους νόμους, [[νομιμόφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόνομος Medium diacritics: φιλόνομος Low diacritics: φιλόνομος Capitals: ΦΙΛΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: philónomos Transliteration B: philonomos Transliteration C: filonomos Beta Code: filo/nomos

English (LSJ)

ον,

   A loving the Jewish law, Supp.Epigr.4.144 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόνομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς νόμους, Παχυμέρ. Μελέτη 7, σ. 129, 20, καὶ Μελέτ. 12, σ. 243 Boiss.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόνομος, -ον, ΝΜ
αυτός που υπακούει πρόθυμα στους νόμους, νομιμόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -νόμος].