σωματηγός: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων [[σῶμα]], χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. [[ἡμίονος]] Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἀστράβη]]. | |lstext='''σωμᾰτηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων [[σῶμα]], χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. [[ἡμίονος]] Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἀστράβη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ἡ, Μ<br /><b>φρ.</b> «σωματηγὸς ήμίονος» — [[μουλάρι]] που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (ἄγω)
A carrying a body, i.e. used for riding, σ. ἡμίονος Suid. s.v. ἀστράβη.
German (Pape)
[Seite 1060] 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτηγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων σῶμα, χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. ἡμίονος Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀστράβη.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Μ
φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» — μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].