χονδρίλη: Difference between revisions

46
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χονδρίλη''': [ῖ], ἡ, [[εἶδος]] σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φέρεται [[πεντάκις]] παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ [[τύπος]] [[κονδρίλλη]] παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει [[χόνδρυλλα]].
|lstext='''χονδρίλη''': [ῖ], ἡ, [[εἶδος]] σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φέρεται [[πεντάκις]] παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ [[τύπος]] [[κονδρίλλη]] παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει [[χόνδρυλλα]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[είδος]] φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κον</i>-<i>ίλη</i>). Η λ. απαντά και με τις γρφ. <i>χονδρίλλη</i>, [[χόνδρυλλα]]. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chondrilla</i>].
}}
}}