χονδρίλη: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_3) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χονδρίλη''': [ῖ], ἡ, [[εἶδος]] σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φέρεται [[πεντάκις]] παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ [[τύπος]] [[κονδρίλλη]] παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει [[χόνδρυλλα]]. | |lstext='''χονδρίλη''': [ῖ], ἡ, [[εἶδος]] σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φέρεται [[πεντάκις]] παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ [[τύπος]] [[κονδρίλλη]] παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει [[χόνδρυλλα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[είδος]] φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κον</i>-<i>ίλη</i>). Η λ. απαντά και με τις γρφ. <i>χονδρίλλη</i>, [[χόνδρυλλα]]. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chondrilla</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A gum succory, Chondrilla juncea, ib.133, Gal.6.622, al., Hsch. (χονδρίλλη v. l. in Dsc. l. c.; χόνδρυλλα cj. in Thphr.HP7.7.1, 7.11.4, cf. Plin.HN21.105); ἕτερον εἶδος χονδρίλης, Chondrilla ramosissima, Dsc. l. c.
German (Pape)
[Seite 1364] od. χονδρίλλη, auch χόνδριλλα, eine Pflanze, die ein Gummi ausschwitzt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χονδρίλη: [ῖ], ἡ, εἶδος σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ τύπος οὗτος φέρεται πεντάκις παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ τύπος κονδρίλλη παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει χόνδρυλλα.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
είδος φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + επίθημα -ίλη (πρβλ. κον-ίλη). Η λ. απαντά και με τις γρφ. χονδρίλλη, χόνδρυλλα. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chondrilla].