χονδρίλη
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, gum succory, Chondrilla juncea, ib.133, Gal.6.622, al., Hsch. (χονδρίλλη v.l. in Dsc. l. c.; χόνδρυλλα cj. in Thphr. HP 7.7.1, 7.11.4, cf. Plin.HN21.105); ἕτερον εἶδος χονδρίλης, Chondrilla ramosissima, Dsc. l. c.
German (Pape)
[Seite 1364] od. χονδρίλλη, auch χόνδριλλα, eine Pflanze, die ein Gummi ausschwitzt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χονδρίλη: [ῖ], ἡ, εἶδος σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ τύπος οὗτος φέρεται πεντάκις παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ τύπος κονδρίλλη παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει χόνδρυλλα.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
είδος φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + επίθημα -ίλη (πρβλ. κονίλη). Η λ. απαντά και με τις γρφ. χονδρίλλη, χόνδρυλλα. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chondrilla].