χαράκτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_19)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰράκτης''': -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.
|lstext='''χᾰράκτης''': -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν [[χαράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[χάραξη]] επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων [[πάνω]] σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες<br /><b>2.</b> [[καλλιτέχνης]] που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόπτης]] νομισμάτων.
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰράκτης Medium diacritics: χαράκτης Low diacritics: χαράκτης Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: charáktēs Transliteration B: charaktēs Transliteration C: charaktis Beta Code: xara/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A stamper, coiner, Man.6.388.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράκτης: -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν χαράσσω
νεοελλ.
1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες
2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής
αρχ.
κόπτης νομισμάτων.