σχοινότονος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(6_18) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοινότονος''': -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ [[σχοινίων]], [[σχοινόπλεκτος]], [[δίφρος]] Ἱππ. 682. 26. | |lstext='''σχοινότονος''': -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ [[σχοινίων]], [[σχοινόπλεκτος]], [[δίφρος]] Ἱππ. 682. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />κατασκευασμένος από τεντωμένα [[σχοινιά]] («[[σχοινότονος]] [[δίφρος]]», Ιποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱστό</i>-<i>τονος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stretched with rushes or cords, δίφρος Hp.Steril.230.
German (Pape)
[Seite 1057] mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινότονος: -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ σχοινίων, σχοινόπλεκτος, δίφρος Ἱππ. 682. 26.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατασκευασμένος από τεντωμένα σχοινιά («σχοινότονος δίφρος», Ιποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τόνος (< τόνος (< τείνω), πρβλ. ἱστό-τονος].