ταναίμυκος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux mugissements prolongés.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[μυκάομαι]].
|btext=ος, ον :<br />aux mugissements prolongés.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[μυκάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]] («[[δέρμα]] ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>ταναί</i>-<i>μυκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[υψηλός]]» [[κατά]] τα συνθ. σε <i>ταλαι</i>-, <i>παλαι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλαί</i>-<i>πωρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰναίμῡκος Medium diacritics: ταναίμυκος Low diacritics: ταναίμυκος Capitals: ΤΑΝΑΙΜΥΚΟΣ
Transliteration A: tanaímykos Transliteration B: tanaimykos Transliteration C: tanaimykos Beta Code: tanai/mukos

English (LSJ)

ον,

   A far-bellowing, βοῦς AP6.116 (Samus).

German (Pape)

[Seite 1066] weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναίμῡκος: -ον, ὁ, ἰσχυρῶς, μυκώμενος, ταναιμύκου βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116, πρβλ. ἐρίμυκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mugissements prolongés.
Étymologie: ταναός, μυκάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατάδέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί-μυκος < ταναός «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι-, παλαι- (πρβλ. ταλαί-πωρος) + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά-μυκος].