φιλοποσία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de la boisson.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπότης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />amour de la boisson.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπότης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φιλοποτία]] Α [[φιλοπότης]]<br />η [[αγάπη]] για το [[ποτό]] και, [[ιδίως]], για το [[κρασί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A love of drinking, fondness for wine, X.Mem.1.2.22, Arist.Pr.872a6, Jul.Caes.327c; pl., Pl.Phd.81e.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Trunkliebe; Plat. Phaed. 81 c, v. l. φιλοτησία; Xen. Mem. 1, 2,22. 2, 6,1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοποσία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν πόσιν ἀγάπη, φιλοινία, Λατ. vinolentia, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· ἐν τῷ πληθ., Πλάτων ἐν Φαίδωνι 81Ε, πρβλ. φιλοποτία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de la boisson.
Étymologie: φιλοπότης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φιλοποτία Α φιλοπότης
η αγάπη για το ποτό και, ιδίως, για το κρασί.