φιλοινία
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
Ion. φιλοινίη, ἡ, love of wine, Hdt.3.34, D.S.5.26, Ath. 10.430a.
German (Pape)
[Seite 1280] ἡ, Liebe zum Wein, zum Trunk; Her. 3, 34; Ath. 430 a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
passion du vin.
Étymologie: φίλοινος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοινία: ион. φιλοινίη ἡ любовь к вину Diod.: τῇ φιλοινίῃ προσκέεσθαι Her. предаваться пьянству.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοινία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ἡ πρὸς τὸν οἶνον ἀγάπη, φιλοποσία, Ἡρόδ. 3. 34, Διόδ. 5. 26, Ἀθήν. 430Α.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φιλοινίη, ἡ, Α φίλοινος
αγάπη για το κρασί.
Greek Monotonic
φῐλοινία: Ιων. -ίη, ἡ, αγάπη για το κρασί, σε Ηρόδ.