τρίπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πτώσεις, Χοιροβ. Καν. 363, Priscian. 5, 14, 76. | |lstext='''τρίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πτώσεις, Χοιροβ. Καν. 363, Priscian. 5, 14, 76. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] μόνο πτώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτῶσις]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>πτωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with three case-forms, Choerob. in Theod.1.335 H., Priscian Inst.5.14.76, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πτώσεις, Χοιροβ. Καν. 363, Priscian. 5, 14, 76.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σχηματίζει τρεις μόνο πτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. πεντά-πτωτος].