σφρίγος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
|lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[σφρίγος]] ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α<br />[[ακμή]] σωματικής δύναμης, [[ευρωστία]], [[ζωηρότητα]] (α. «[[γεμάτος]] νεανικό [[σφρίγος]]» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>σφριγῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρῐγος Medium diacritics: σφρίγος Low diacritics: σφρίγος Capitals: ΣΦΡΙΓΟΣ
Transliteration A: sphrígos Transliteration B: sphrigos Transliteration C: sfrigos Beta Code: sfri/gos

English (LSJ)

εος, τό,

   A full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.

Greek (Liddell-Scott)

σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.

Greek Monolingual

το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].