ταγά: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(12)
 
(40)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=taga/
|Beta Code=taga/
|Definition=<b class="b3">ἁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">time during which a</b> <b class="b3">τᾱγός</b> <b class="b2">holds office</b>, i.e. war-time, opp. <b class="b3">ἀταγία</b>, <span class="title">SIG</span>55 (Thessaly, v B.C.).</span>
|Definition=<b class="b3">ἁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">time during which a</b> <b class="b3">τᾱγός</b> <b class="b2">holds office</b>, i.e. war-time, opp. <b class="b3">ἀταγία</b>, <span class="title">SIG</span>55 (Thessaly, v B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=ἁ, Α<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ασκεί την [[εξουσία]] ο [[ταγός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καιρός]] πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[ταγός]]. Η λ. με τη σημ. «[[εποχή]] πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. [[ταγή]] με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη [[γραμμή]] της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. [[ἀταγία]]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγά Medium diacritics: ταγά Low diacritics: ταγά Capitals: ΤΑΓΑ
Transliteration A: tagá Transliteration B: taga Transliteration C: taga Beta Code: taga/

English (LSJ)

,

   A time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].