ταυρογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(6_7)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρογενής''': -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.
|lstext='''ταυρογενής''': -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>πιθ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρογενής Medium diacritics: ταυρογενής Low diacritics: ταυρογενής Capitals: ΤΑΥΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: taurogenḗs Transliteration B: taurogenēs Transliteration C: tavrogenis Beta Code: taurogenh/s

English (LSJ)

ές, doubtful epith. of Dionysus, Orph.Fr.297.

German (Pape)

[Seite 1073] ές, vom Stiergeschlecht, Orph. fr. 28, 7, Beiw. des Bacchus.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρογενής: -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
πιθ. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].