χοιρίον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(eksahir)
(46)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[cerdo]], [[lechón]]
|esgtx=[[cerdo]], [[lechón]]
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[χοῑρος]]<br />(<b>υποκορ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] στην [[ηλικία]] [[χοίρος]], [[χοιρίδιο]]<br /><b>2.</b> το [[αιδοίο]] της γυναίκας («ἐγώ σ', [[ἐπειδὰν]] οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ λυσάμενος ἔξω παλλακήν, ὦ [[χοιρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίον Medium diacritics: χοιρίον Low diacritics: χοιρίον Capitals: ΧΟΙΡΙΟΝ
Transliteration A: choiríon Transliteration B: choirion Transliteration C: choirion Beta Code: xoiri/on

English (LSJ)

τό, Dim. of χοῖρος,

   A pigling, porker, Ar.Ach.740.    II Dim. of χοῖρος 1.2, Id.V.1353.

German (Pape)

[Seite 1362] τό, 1) dim. von χοῖρος, Schweinchen, Ar. Ach. 740 u. öfter; aber auch – 2) dim. von χοῖρος 2, Ar. Vesp. 1353.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χοῖρος, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Ἀριστοφ. Ἀχ. 740 κἑξ.· πρβλ. μυστικός. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ χοῖρος Ι. 2, Ἀριστοφ. Σφ. 1353.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cochon, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: χοῖρος.

Spanish

cerdo, lechón

Greek Monolingual

τὸ, Α χοῑρος
(υποκορ. τ.)
1. μικρός στην ηλικία χοίρος, χοιρίδιο
2. το αιδοίο της γυναίκας («ἐγώ σ', ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ λυσάμενος ἔξω παλλακήν, ὦ χοιρίον», Αριστοφ.).