τμητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_12) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τμητήρ''': ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91. | |lstext='''τμητήρ''': ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει ή σχίζει<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]] («τμητὴρ [[σίδηρος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλη</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who cuts or severs, destroyer, Nonn.D.26.303: c. gen., ib.14.311: as Adj., σίδηρος ib.13.481.
German (Pape)
[Seite 1123] ῆρος, ὁ, der Schneidende, Hauende, Zerstörende, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
τμητήρ: ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που κόβει ή σχίζει
2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλη-τήρ)].