Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλομίς: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(13_2)
(45)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς [[λυχνῖτις]], eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς [[λυχνῖτις]], eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λαμιίδες της τάξης [[λαμιώδη]] και περιλαμβάνει 100 [[περίπου]] είδη, από τα οποία [[οκτώ]] απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]], κν. γνωστά ως αγκάθαρος, [[ασφάκα]], [[αφάκα]], [[σφάκα]], [[φλόμος]], καλογρίτσα κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «φλομὶς λυχνῑτις» — [[είδος]] φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>, <i>τευτλ</i>-<i>ίς</i>). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phlomis</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλομίς Medium diacritics: φλομίς Low diacritics: φλομίς Capitals: ΦΛΟΜΙΣ
Transliteration A: phlomís Transliteration B: phlomis Transliteration C: flomis Beta Code: flomi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A phlome, Phlomis samia, Dsc.4.103 (three kinds distd., one used for lamp-wicks, φ. λυχνῖτις, θρυαλλίς, ibid.), cf. Plin.HN25.121.

German (Pape)

[Seite 1293] ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς λυχνῖτις, eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 100 περίπου είδη, από τα οποία οκτώ απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, κν. γνωστά ως αγκάθαρος, ασφάκα, αφάκα, σφάκα, φλόμος, καλογρίτσα κ.α.
αρχ.
φρ. «φλομὶς λυχνῑτις» — είδος φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς, τευτλ-ίς). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phlomis].