ταγγός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταγγός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Γεωπον. 9. 22, 3· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 341.
|lstext='''ταγγός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Γεωπον. 9. 22, 3· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 341.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ταγγός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταγκός]] και [[τσαγγός]] και [[τσαγκός]] Ν<br /><b>1.</b> (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί [[τάγγιση]], που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη [[οσμή]] και [[γεύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ταγγή]]<br /><b>βλ.</b> [[ταγγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. παρ. της λ. [[ταγγή]]].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγγός Medium diacritics: ταγγός Low diacritics: ταγγός Capitals: ΤΑΓΓΟΣ
Transliteration A: tangós Transliteration B: tangos Transliteration C: taggos Beta Code: taggo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rancid, ibid.

German (Pape)

[Seite 1063] ranzig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ταγγός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Γεωπον. 9. 22, 3· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 341.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταγγός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν
1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση
2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή
βλ. ταγγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. της λ. ταγγή].