ὑδρευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(6_11) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β. | |lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑδρευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό [[δίκτυο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για ύδρευση<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρδευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.