τορητός: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, [[τρωτός]], τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456. | |lstext='''τορητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, [[τρωτός]], τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, [[τρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>-<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to be pierced: vulnerable, Lyc.456.
German (Pape)
[Seite 1130] durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.
Greek (Liddell-Scott)
τορητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, τρωτός, τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456.
Greek Monolingual
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. -η-τός τών ρηματ. επιθ.].