τυρευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fait des fromages <i>ép. d’Hermès, dieu des chevriers</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τυρεύω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fait des fromages <i>ép. d’Hermès, dieu des chevriers</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τυρεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζει [[τυρί]], [[τυροποιός]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη του κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who makes cheese, Ἑρμῆς τυρευτήρ Hermes as god of goatherds, and giver of goat's-milk cheese, AP9.744 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1164] ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißt Hermes, als Hirtengott und Geber des Ziegenkäses, Leonid. paralip. 89 (IX, 744).
Greek (Liddell-Scott)
τῡρευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τυρεύων, κατασκευάζων τυρόν, Ἑρμῆς τυρευτήρ, ὡς θεὸς τῶν αἰπόλων καὶ δοτὴρ τοῦ αἰγείου τυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 744.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fait des fromages ép. d’Hermès, dieu des chevriers.
Étymologie: τυρεύω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός
2. προσωνυμία του Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη του κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βουλευ-τήρ)].