χαλκίνδα: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(6_1)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκίνδᾰ''': (παίζειν), «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν» Ἡσύχ.
|lstext='''χαλκίνδᾰ''': (παίζειν), «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο [[ανάμεσα]] στα δάχτυλά τους χάλκινο [[νόμισμα]], το οποίο είχαν ρίξει [[ψηλά]] με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. [[χαλκισμός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἑλκυστ</i>-[[ίνδα]], <i>φαιν</i>-[[ίνδα]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνδᾰ Medium diacritics: χαλκίνδα Low diacritics: χαλκίνδα Capitals: ΧΑΛΚΙΝΔΑ
Transliteration A: chalkínda Transliteration B: chalkinda Transliteration C: chalkinda Beta Code: xalki/nda

English (LSJ)

παίζειν to play

   A the game χαλκισμός, Id.

German (Pape)

[Seite 1330] παίζειν, ein Spiel mit einer Kupfermünze spielen, s. χαλκισμός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίνδᾰ: (παίζειν), «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἑλκυστ-ίνδα, φαιν-ίνδα)].