τοξοφόρος: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(SL_2) |
(41) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[τοξοφόρος]] <br /> <b>1</b> [[bow]] [[carrying]] Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of [[Apollo]], τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι [[γόνον]] Πα. 7B. 52. | |sltr=[[τοξοφόρος]] <br /> <b>1</b> [[bow]] [[carrying]] Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of [[Apollo]], τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι [[γόνον]] Πα. 7B. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ν<br />αυτός που φέρει, που κρατάει [[τόξο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και του Ηρακλέους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>oἱ τοξοφόροι</i><br />α) οι τοξότες<br />β) [[προσωνυμία]] τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A bow-bearing, epith. of Artemis, Il.21.483, Simon. 107.4 (= IG7.53), Ar.Th.970 (lyr.); of Apollo, h.Ap.13, 126, Pi.Pae.Fr.19.30; of Heracles, E.Tr.804 (lyr.); of the Cretans, Pi.P.5.41; of the Medes and Persians, Simon. 137.3, Orac. ap. Hdt.9.43, cf. Epigr. ap. Arist.Fr.674; of the Phrygians, E.Rh.32 (lyr.): Subst., οἱ τ., = τοξόται, Hdt. 1.103.
German (Pape)
[Seite 1129] Bogen tragend; Beiw. der Artemis, Il. 21, 483; Pind. Ol. 6, 59; Κρῆτες, P. 5, 39, wie Ar. Th. 970; des Apollo, H. h. Ap. 13. 126; der Bogenschütze, Her. 1, 103 u. im Orac. 9, 43; Eur. Troad. 802 Rhes. 32.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοφόρος: ὁ, ἡ, ὁ φέρων, ἡ φέρουσα τόξον, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Φ. 483, Ἀριστοφ. Θεσμ. 970· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 13. 126, Πίνδ.· τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Τρῳ. 801· τῶν Κρητῶν, Πινδ. Π. 5. 54· τῶν Μήδων, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 73, πρβλ. Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 624· ἐπὶ τῶν Φρυγῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 32· ― ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Ἡρόδ. 1. 103, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 9. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un arc ; οἱ τοξοφόροι HDT les archers.
Étymologie: τόξον, φέρω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τοξοφόρος
1 bow carrying Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of Apollo, τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι γόνον Πα. 7B. 52.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ν
αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο
αρχ.
1. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και του Ηρακλέους
2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι
α) οι τοξότες
β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -φόρος].