χλιδωνόπους: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(6_14) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλῐδωνόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, [[τουτέστι]] περισκελίδας» Ἡσύχ. | |lstext='''χλῐδωνόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, [[τουτέστι]] περισκελίδας» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλίδων]], -<i>ωνος</i> «[[είδος]] κοσμήματος» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-[[πους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -ποδος,
A with ornaments on the feet, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1359] ποδος, ὁ, ἡ, kostbaren Schmuck um die Füße tragend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδωνόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κοσμήματα εἰς τοὺς πόδας, «χλιδωνόπουν· χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα, τουτέστι περισκελίδας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, -ωνος «είδος κοσμήματος» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].