χαλικώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6_7)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[χάλιξ]], ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ [[λίθος]] ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· [[μέγας]] δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ [[χαλικώδης]] Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.
|lstext='''χᾰλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[χάλιξ]], ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ [[λίθος]] ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· [[μέγας]] δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ [[χαλικώδης]] Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χαλικώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χάλιξ]], -<i>ικος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] χαλίκια («[[χαλικώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[χαλίκι]] στο [[σχήμα]] ή το [[μέγεθος]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐκώδης Medium diacritics: χαλικώδης Low diacritics: χαλικώδης Capitals: ΧΑΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: chalikṓdēs Transliteration B: chalikōdēs Transliteration C: chalikodis Beta Code: xalikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A in small masses, Thphr.Lap.65.

German (Pape)

[Seite 1328] ες, in kleinen Massen, bröckelig, Theophr., dem μέγας entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς χάλιξ, ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ λίθος ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· μέγας δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ χαλικώδης Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.

Greek Monolingual

-ες / χαλικώδης, -ῶδες, ΝΑ χάλιξ, -ικος]
νεοελλ.
γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση»)
αρχ.
όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος.