ταχυγράφος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχυγράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ [[ταχέως]] γράφων, [[γραμματεύς]], Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.
|lstext='''τᾰχυγράφος''': [ᾰ], ὁ, ὁ [[ταχέως]] γράφων, [[γραμματεύς]], Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ταχυγράφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γράφει [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <b>(σπάν.)</b> [[στενογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠγράφος Medium diacritics: ταχυγράφος Low diacritics: ταχυγράφος Capitals: ΤΑΧΥΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: tachygráphos Transliteration B: tachygraphos Transliteration C: tachygrafos Beta Code: taxugra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ,

   A shorthand writer, Lyd.Mag.3.6, Stud.Pal. 20.247.2 (vi/vii A.D.):—hence τᾰχῠ-γρᾰφέω, write shorthand, Tz.H.8.267, Eust.1607.10.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυγράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ταχέως γράφων, γραμματεύς, Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.

Greek Monolingual

ο, η / ταχυγράφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γράφει γρήγορα
νεοελλ.
ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + γράφος].