ὑπομονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(c1)
 
(44)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπομονητικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[υπομονετικός]], Ν [[ὑπομονή]]<br />αυτός που έχει [[υπομονή]], [[καρτερικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με προσβολές) [[ανεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπομονητικώς</i> / <i>ὑπομονητικῶς</i> ΝΑ, και <i>υπομονητικά</i> Ν<br />με [[εγκαρτέρηση]], [[υπομονή]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.