τρίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_15)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων [[τρεῖς]] φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
|lstext='''τρίφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων [[τρεῖς]] φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[μελωδία]]) αυτός που εκτελείται από [[τρεις]] φωνές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρίφωνη [[συγχορδία]]»<br /><b>μουσ.</b> [[συγχορδία]] αποτελούμενη από [[τρεις]] φθόγγους, έναν [[θεμέλιο]] και την [[τρίτη]] και την πέμπτη αρμονική του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμί</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφωνος Medium diacritics: τρίφωνος Low diacritics: τρίφωνος Capitals: ΤΡΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tríphōnos Transliteration B: triphōnos Transliteration C: trifonos Beta Code: tri/fwnos

English (LSJ)

ον, (φωνή)

   A three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.

German (Pape)

[Seite 1149] dreistimmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί-φωνος].