τατᾶ: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(12)
 
(40)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tata=
|Beta Code=tata=
|Definition=voc., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">daddy</b>, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for <b class="b3">ταῦτα</b> in <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>7.10</span>.</span>
|Definition=voc., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">daddy</b>, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for <b class="b3">ταῦτα</b> in <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>7.10</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[τάτα]] και [[τέττα]] και [[τατί]] Α<br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική [[προσφώνηση]] από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[τατί]]) [[προσφώνηση]] δούλου στην ερωμένη του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. [[τατᾶ]] εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἄττα]], <i>πάππα</i>), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. <i>tata</i>, ρωσ. <i>tata</i>, αρχ. ινδ. <i>tata</i>-. Ο τ. [[τέττα]], με φωνηεντισμό -<i>ε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>τ</i>-, συνδέεται με τα λιθουαν. <i>t</i><i>ē</i><i>tis</i> «[[πατέρας]]», <i>teta</i> «[[θεία]]», αρχ. σλαβ. <i>teta</i> «[[θεία]]»].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τατᾶ Medium diacritics: τατᾶ Low diacritics: τατά Capitals: ΤΑΤΑ
Transliteration A: tatâ Transliteration B: tata Transliteration C: tata Beta Code: tata=

English (LSJ)

voc.,

   A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.

Greek Monolingual

και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].