τράφος: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_14) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τράφος''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τάφρος]], Ἰούλ. Ἀφρικ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 314, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130. | |lstext='''τράφος''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[τάφρος]], Ἰούλ. Ἀφρικ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 314, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[τράφος]], ἡ, ΝΜΑ<br />[[τάφρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάχωμα]] [[κατά]] [[μήκος]] τάφρου από το [[χώμα]] που έχει εκσκαφεί<br /><b>2.</b> [[περίβολος]] από πέτρες [[χωρίς]] [[κονίαμα]], [[ξερολιθιά]]<br /><b>3.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σωρός]] πραγμάτων που σχηματίζουν τοίχο («τω σκοτωμένω τα κορμιά, που κοίτουνταν αντάμη, τράφους εκάναν και [[βουνιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τάφρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
A = τάφρος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1135] ἡ, dor. = τάφρος, Tabul. Heracl.
Greek (Liddell-Scott)
τράφος: μεταγεν. τύπος τοῦ τάφρος, Ἰούλ. Ἀφρικ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 314, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130.
Greek Monolingual
ο / τράφος, ἡ, ΝΜΑ
τάφρος
νεοελλ.
1. ανάχωμα κατά μήκος τάφρου από το χώμα που έχει εκσκαφεί
2. περίβολος από πέτρες χωρίς κονίαμα, ξερολιθιά
3. (στον Ερωτόκρ.) σωρός πραγμάτων που σχηματίζουν τοίχο («τω σκοτωμένω τα κορμιά, που κοίτουνταν αντάμη, τράφους εκάναν και βουνιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάφρος.