τριγωνικός: Difference between revisions

41
(6_10)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐγωνικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.
|lstext='''τρῐγωνικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τριγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τρίγωνον]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> (σχετικά με τύπο υβριδίωσης [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν [[μέρος]] [[τρία]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό <i>s</i> και [[τρία]] τροχιακά <i>p</i><br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριγωνική [[πυραμίδα]]» — [[πυραμίδα]] που έχει ως [[βάση]] [[τρίγωνο]]<br />β) «τριγωνικό [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου δύο έδρες [[είναι]] τρίγωνα<br />γ) «τριγωνικό [[εμπόριο]]» — [[εμπόριο]] το οποίο διεξαγόταν [[κατά]] τον 17ο και [[κυρίως]] [[κατά]] τον 18ο αιώνα, [[ιδίως]] από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού<br />δ) «τριγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το ρομβοεδρικό [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνικώς]] / <i>τριγωνικῶς</i>, ΝΑ, και <i>τριγωνικά</i> Ν<br />με τριγωνικό τρόπο.
}}
}}