φιλένθεος: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176. | |lstext='''φῐλένθεος''': -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος [[ἔνθεος]], ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[θρήσκος]]<br /><b>3.</b> (για τον Πάνα) [[εραστής]] της θεόπνευστης μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔνθεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A filled with divine influence, δειράς Limen.22; of a person, religious, IG3.1384; of Pan, lover of inspired frenzy, Orph.H.11.5.
German (Pape)
[Seite 1276] Begeisterung liebend, Orph.. II. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλένθεος: -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος ἔνθεος, ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα
2. θρήσκος
3. (για τον Πάνα) εραστής της θεόπνευστης μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔνθεος.