χειράμαξα: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειράμαξα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸν [[ἁμάξιον]] διὰ τῶν χειρῶν ὠθούμενον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 117.
|lstext='''χειράμαξα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸν [[ἁμάξιον]] διὰ τῶν χειρῶν ὠθούμενον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 117.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />μικρό φορτηγό [[καρότσι]] που κινείται με τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἅμαξα]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειράμαξα Medium diacritics: χειράμαξα Low diacritics: χειράμαξα Capitals: ΧΕΙΡΑΜΑΞΑ
Transliteration A: cheirámaxa Transliteration B: cheiramaxa Transliteration C: cheiramaksa Beta Code: xeira/maca

English (LSJ)

[ᾰμ], ἡ,

   A bath-chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.2, Paul.Aeg.3.18.

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, Handwagen, Antyll. Oribas.

Greek (Liddell-Scott)

χειράμαξα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸν ἁμάξιον διὰ τῶν χειρῶν ὠθούμενον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 117.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
μικρό φορτηγό καρότσι που κινείται με τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἅμαξα.