ὑγίανσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγίανσις''': ἡ, [[ἀποκατάστασις]] εἰς ὑγείαν, ἀντίθετον τῷ [[νόσανσις]], «[[ὑγίανσις]] ἡ εἰς ὑγίειαν ([[μεταβολή]]), [[νόσανσις]] (ἢ [[νόσωσις]]) δὲ ἡ εἰς νόσον» Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 6., 5. 5, 3., 5. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 5 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑγίασις). | |lstext='''ὑγίανσις''': ἡ, [[ἀποκατάστασις]] εἰς ὑγείαν, ἀντίθετον τῷ [[νόσανσις]], «[[ὑγίανσις]] ἡ εἰς ὑγίειαν ([[μεταβολή]]), [[νόσανσις]] (ἢ [[νόσωσις]]) δὲ ἡ εἰς νόσον» Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 6., 5. 5, 3., 5. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 5 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑγίασις). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άνσεως, και δ. τ. [[ὑγίασις]], -άσεως, η, Α<br /><b>βλ.</b> <i>υγίαση</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restoration to health, opp. νόσανσις, Arist.Ph.225b31, al., cf. Metaph. 1068a30, EE1219a15 (with v.l. ὑγίασις), Gal.Thras.27, Herm. in Phdr.p.66 A.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, die Heilung, Arist. phys. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγίανσις: ἡ, ἀποκατάστασις εἰς ὑγείαν, ἀντίθετον τῷ νόσανσις, «ὑγίανσις ἡ εἰς ὑγίειαν (μεταβολή), νόσανσις (ἢ νόσωσις) δὲ ἡ εἰς νόσον» Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 6., 5. 5, 3., 5. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 5 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑγίασις).
Greek Monolingual
-άνσεως, και δ. τ. ὑγίασις, -άσεως, η, Α
βλ. υγίαση.