χάσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_8) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάσις''': -εως, ἡ, «[[χάσις]]· [[διάκρισις]], [[χώρισις]]» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84. | |lstext='''χάσις''': -εως, ἡ, «[[χάσις]]· [[διάκρισις]], [[χώρισις]]» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-εως, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χάσμα]], [[διαχωρισμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[χάση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A chasm, separation, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, Spalt, Scheidung, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
χάσις: -εως, ἡ, «χάσις· διάκρισις, χώρισις» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84.
Greek Monolingual
(I)
-εως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χάσμα, διαχωρισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω.———————— (II)
ἡ, Μ
βλ. χάση.