φοβερίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(6_22)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοβερίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[φοβερίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, [[αὐτόθι]] (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).
|lstext='''φοβερίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[φοβερίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, [[αὐτόθι]] (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φοβερός]]<br /><b>1.</b> [[απειλώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] φόβο σε κάποιον, τον [[κάνω]] να φοβηθεί, τον [[τρομάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβερίζω Medium diacritics: φοβερίζω Low diacritics: φοβερίζω Capitals: ΦΟΒΕΡΙΖΩ
Transliteration A: phoberízō Transliteration B: phoberizō Transliteration C: foverizo Beta Code: foberi/zw

English (LSJ)

   A terrify, scare, LXXNe.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.

German (Pape)

[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).

Greek Monolingual

ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.