φοβερίζω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοβερίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[φοβερίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, [[αὐτόθι]] (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16). | |lstext='''φοβερίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[φοβερίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, [[αὐτόθι]] (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[φοβερός]]<br /><b>1.</b> [[απειλώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] φόβο σε κάποιον, τον [[κάνω]] να φοβηθεί, τον [[τρομάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
A terrify, scare, LXXNe.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.
German (Pape)
[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).
Greek Monolingual
ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.