ταυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(eksahir)
(40)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que tiene aspecto de toro]]
|esgtx=[[que tiene aspecto de toro]]
}}
{{grml
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ταυρώπις]], -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. [[ταυρώψ]], -ῶπος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ταύρου, [[ταυροειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Ταυρῶπις</i>, -<i>ώπιδος</i><br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος στη Σαμοθράκη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) [[επίκληση]] τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταυρωπόν</i><br />σαν [[ταύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> /-<i>ωπός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τερατ</i>-<i>ωπός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρωπός Medium diacritics: ταυρωπός Low diacritics: ταυρωπός Capitals: ΤΑΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: taurōpós Transliteration B: taurōpos Transliteration C: tavropos Beta Code: taurwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A bull-faced, Ion Lyr.9, Orph.H.29.4, Corn.ND 22: neut. as Adv., ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. ταυρ-ῶπις, Nonn.D.32.69; epith. of Isis in Samothrace, POxy.1380.107 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1074] mit einem Stietgesichte od. -blicke; Ion bei Ath. I, 35 e; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων πρόσωπον ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.

Spanish

que tiene aspecto de toro

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ταυρώπις, -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. ταυρώψ, -ῶπος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει όψη ταύρου, ταυροειδής
2. το θηλ. Ταυρῶπις, -ώπιδος
προσωνυμία της Ίσιδος στη Σαμοθράκη
3. (το αρσ. και θηλ.) επίκληση τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ταυρωπόν
σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ωψ /-ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. τερατ-ωπός].