τελεσσιδώτειρα: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />qui procure l’accomplissement, la réalisation.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />qui procure l’accomplissement, la réalisation.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτή που παρέχει [[ολοκλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῑς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[δώτειρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>χαριτο</i>-[[δώτειρα]]), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. for Τελεσιδ-,
A = τέλος δοῦσα, she that gives completeness or accomplishment, Μοῖρα E.Heracl.899 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = τέλος δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσιδώτειρα: Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = τέλος διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. Ἡρακλ. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
qui procure l’accomplissement, la réalisation.
Étymologie: τελέω, δίδωμι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + δώτειρα (πρβλ. χαριτο-δώτειρα), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].