τετραγενής: Difference between revisions
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(12) |
(41) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=tetragenh/s | |Beta Code=tetragenh/s | ||
|Definition=ές, dub. l. in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>55</span> (epith. of <b class="b3">ὕλη</b>). | |Definition=ές, dub. l. in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>55</span> (epith. of <b class="b3">ὕλη</b>). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῡς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικρβλ.)</b> (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με [[διαίρεση]] [[προς]] δύο διευθύνσεις, ενώ τα [[τέσσερα]] στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. [[τετραδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, dub. l. in Orph.Fr.55 (epith. of ὕλη).
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῡς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(μικρβλ.) (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με διαίρεση προς δύο διευθύνσεις, ενώ τα τέσσερα στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. τετραδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. δι-γενής].